- εἰςαναβαίνω
- εἰς-ανα-βαίνω, opt. -νοι, ipf. -ανέβαινον, aor. 2 -ανέβησαν, inf. -βῆναι, part. -βᾶσα: go up or back to, ascendto, mount.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.